- ἰδιογενής
- ἰδῐο-γενής, ές,A mating only with its kind, opp. κοινογενής, Pl.Plt.265e.2 peculiar in kind, Herm. ap.Stob.1.49.44, Dsc.2.66.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ιδιογενής — ἰδιογενής, ές (Α) αυτός που έχει γεννηθεί από γονείς τού ίδιου γένους (όχι όπως π. χ. ο ημίονος από όνο και φοράδα). [ΕΤΥΜΟΛ. < ιδιο * + γενης (< γένος), πρβλ. ενδο γενής, μονο γενής] … Dictionary of Greek
ἰδιογενής — mating only with its kind masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἰδιογενῆ — ἰδιογενής mating only with its kind neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) ἰδιογενής mating only with its kind masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) ἰδιογενής mating only with its kind masc/fem acc sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἰδιογενοῦς — ἰδιογενής mating only with its kind masc/fem/neut gen sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γένος — Όρος που χρησιμοποιείται στη ζωολογία και στη βοτανική για να προσδιορίσει τη συστηματική ταξινόμηση, ενώ στη γλωσσολογία αναφέρεται στη μορφολογική κατηγοριοποίηση των ονομάτων (ουσιαστικών, επιθέτων, αντωνυμιών, άρθρων, μετοχών) σε αρσενικά,… … Dictionary of Greek
ιδιο- — α συνθετικό λέξεων που σημαίνει: α) ιδιαιτερότητα («ιδιόμορφος», «ιδιοφυής») β) χωριστή, μεμονωμένη κατάσταση («ιδιόλεκτος», «ιδιόγλωσσος») γ) κτήση («ιδιοκτήτης», «ιδιόβουλος») δ) αυτενέργεια ή το αποτέλεσμά της («ιδιόγραφος», «ιδιόχειρος») βλ.… … Dictionary of Greek